- νηπεκτής
- νη-πεκτής, ές,A with hair uncombed, dishevelled, Hsch.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νηπεκτής — νηπεκτής, ές (Α) αυτός που έχει αχτένιστα μαλλιά, αχτένιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του νήπεκτος] … Dictionary of Greek
νηπεκτέας — νηπεκτής with hair uncombed masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νήπεκτος — νήπεκτος, ον (Α) νηπεκτής*. αχτένιστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη* + πεκτος (< πεκτέω «κουρεύω»), πρβλ. ά πεκτος, εύ πεκτος] … Dictionary of Greek